- προλόγῳ
- πρόλογοςprologue of a playmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προλογώ — έω, Α [πρόλογος] προλογίζω … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
προλόγια — τὰ, Α [προλογώ] (κατά τον Ησύχ.) «θυσία πρὸ τῶν καρπῶν τελουμένη. Λάκωνες» … Dictionary of Greek